Thursday, October 20, 2011

Haruki Murakami – South Of The Border, West Of The Sun (1992)

Δεν πρόκειται περί αγγλοφιλίας αγαπητές κι αγαπητοί φίλοι. Όπως πιθανόν να έχετε ψυλλιαστεί, τους τίτλους των βιβλίων που διαβάζω τους παραθέτω στη γλώσσα στην οποία τα διαβάζω. Είτε στα ελληνικά είτε στα αγγλικά δηλαδή, γιατί τα γαλλικά μου δεν επαρκούν για λογοτεχνικές περιπέτειες και τα ρωσικά μου απλά περιορίζονται σε γονιδιακό επίπεδο. Άντε…για να μην ξεχνάμε την εθνική μας ταυτότητα (όσο κι αν κάποιοι από εμάς προσπαθούν)….

Χαρούκι Μουρακάμι - Νότια Των Συνόρων, Δυτικά Του Ήλιου


Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο του Ιάπωνα συγγραφέα που διαβάζω και σίγουρα δε θα σταματήσω εδώ. Μάλλον είμαι λίγο μαζόχας και θα έπρεπε να το ‘κοιτάξω’, αλλά η συναισθηματική κόλαση, πόσο μάλλον όταν είναι τόσο ωραία δοσμένη, έχει κι αυτή τη γοητεία της. Με μία πρόταση (για να το παίξω και λίγο εξυπνάκιας) θα έλεγα ότι το βιβλίο είναι ένα σύντομο λογοτεχνικό όνειρο που περιγράφει έναν ατελείωτο συναισθηματικό εφιάλτη! ΓΟΥΑΟΥ….για να δούμε…

Ο μικρός Hajime είναι μοναχογιός μια μεσοαστικής οικογένειας των προαστίων που βρίσκει συντροφιά στη συνομήλική του (μοναχοκόρη) Shimamoto. Ο ιδιαίτερος δεσμός που αναπτύσσουν διακόπτεται (άλλα σίγουρα δεν ξεχνιέται) όταν ο Hajime μετακομίζει με την οικογένεια του σε ένα πιο μακρινό προάστιο. Από εκεί, η παιδικότητα δίνει τη θέση της στην εφηβεία και στην ενηλικίωση. Μέσα σε αυτήν την πορεία ο Hajime ερωτεύεται, προδίδει, πληγώνει και πληγώνεται, ότι δηλαδή κάνει πάνω-κάτω κάθε άνθρωπος σε τέτοιες ηλικίες. Τα σημάδια όμως μένουν και πολλές φορές είναι βασανιστικά. Μετά από μία συναισθηματικά κενή περίοδο, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος βρίσκει νόημα στην Yukiko, που του χαρίζει δύο κόρες και μία καινούρια ζωή με τη βοήθεια του ‘μπαμπά’.

Η ζωή κυλάει εύκολα στα προάστια του Τόκιο, και οι δουλειές στα Jazz bars του Hajime πάνε καλά. Είπαμε όμως ότι κάποια πράγματα μας σημαδεύουν ανεξίτηλα και τα κουβαλάμε πάντα μέσα στο μυαλό μας, όσο και να προσπαθούμε να τα στριμώξουμε στην πιο σκονισμένη γωνία του. Η Shimamoto κάνει την εμφάνισή της, φροντίζοντας να κρατάει την ως τότε ζωή της απόλυτα μυστική! Άντε και πολλά σας είπα. Διαβάστε το βιβλίο να δείτε τι γίνεται παρακάτω.

Ιδιαίτερη σημασία δεν έχει το τι γίνεται παρακάτω. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο Murakami περιγράφει με προσεγμένες λεπτομέρειες και πολύ ‘βατή’ γλώσσα, μία ιστορία φαινομενικά απολύτως ρεαλιστική, που μέσα από τον ψυχισμό του ήρωα φτάνει να αγγίζει τα όρια του φανταστικού. Οι αναφορές σε μουσικές, ρούχα, βιβλία κλπ και πάλι δε λείπουν και δεν είναι καθόλου περιττές μιας και ζωγραφίζουν πολύ επιτυχημένα τους χαρακτήρες αλλά και το συγγραφέα.

Καλή ανάγνωση και…προσοχή στους παιδικούς έρωτες!



Saturday, October 15, 2011

Yann Martel – Life Of Pi (2002)

Προτού ξεκινήσω να παραθέτω λεπτομέρειες για το συγκεκριμένο βιβλίο, θα ήθελα να κάνω μια διευκρινιστική εισαγωγή για αυτό το post και ενδεχομένως για όλα τα posts μου σ’αυτό το blog. Επαναλαμβάνω λοιπόν ότι βασικός λόγος για τον οποίο γράφω κατά καιρούς λίγα σχόλια για τα βιβλία που διαβάζω, είναι για να κρατάω ένα είδος ηλεκτρονικού ημερολόγιου το οποίο είναι απόλυτα ανοιχτό προς ανάγνωση, σχολιασμό και άλλα τέτοια βαρετά.

‘Και γιατί δεν το γράφεις σε ένα τετράδιο ρε μεγάλε και το ανεβάζεις στο internet αν είναι μόνο ένα ημερολόγιο; Τι μας το παίζεις δηλαδή;’ θα μπορούσε πολύ εύκολα κάποιος να ρωτήσει. Προφανώς, ο στόχος δεν είναι μόνο να καταγράφω το τι διαβάζω και πώς μου φάνηκε, αλλά να προσφέρω και μία απλή άποψη και πρόταση για κάτι που μου έκανε εντύπωση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο σκέλος του εισαγωγικού σχολίου που θέλω να κάνω, το οποίο αφορά αυτό το ‘κάτι’ που μου υποδεικνύει αν θα γράψω ή δε γράψω κάποιο σχόλιο για κάτι που διάβασα. Θα το θέσω έτσι:

  1. Βαριέμαι να γράφω posts για κάθε βιβλίο που διαβάζω (ουσιαστικός λόγος)
  2. Τα δύο πράγματα στα οποία δεν μπορώ να πιστέψω είναι ο θεός και η κριτική στην Τέχνη (και μία βαρύγδουπη κουλτουρομαλακία για να γουστάρουμε)

…Κοινώς, γράφω posts μόνο για τα βιβλία που μου έκαναν εντύπωση μιας και-θεός φυλάξοι-δεν είμαι σε καμία περίπτωση κάποιος ‘ειδικός’ με ‘εμπεριστατωμένη άποψη’ περί λογοτεχνίας.

Πω πω...βαρέθηκα ήδη με όλη την παραπάνω μπούρδα. Τέλος πάντων, ο λόγος για τον οποίο την έγραψα είναι ότι αυτό το post αφορά ένα βιβλίο που δεν μου έκανε ΤΟΣΟ μεγάλη εντύπωση, παρόλα αυτά είχε κάτι που με έσπρωξε να γράψω ένα δύο πραγματάκια. ‘Η ζωή του Πι’ λοιπόν…

Ο Yann Martel μας εξηγεί στην εισαγωγή του βιβλίου του, ότι η ιστορία αυτή είναι μία ιστορία που του διηγήθηκε ένας άγνωστος σε μία επαρχεία της Ινδίας, με την υπόσχεση ότι θα τον κάνει να πιστέψει στο θεό!

Χμμμ…

Το βιβλίο αποτελείται ουσιαστικά από δύο μέρη. Το πρώτο είναι η ομολογουμένως ‘πολύχρωμη’ απεικόνιση της νεανικής ζωής του μικρού Piscine Molitor Patel. Ο ‘Πι’, γιός του ιδιοκτήτη του ζωολογικού κήπου του Pondicherry, είναι ένα ιδιαίτερο παιδί που μοιράζει την αγάπη του στον Ινδουισμό, το Μωαμεθανισμό, το Χριστιανισμό και το ζωικό βασίλειο. Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για μία πρωτότυπη περίπτωση αγώνα ανάμεσα σε τρεις ‘πνευματικούς’ κόσμους πλαισιωμένη από την πραγματικότητα και τους σκληρούς κανόνες της κοινωνίας των ζώων (και των ανθρώπων;).

Η ζωή στην Ινδία κυλάει για τον Πι μέχρι που η οικογένεια του αποφασίζει να πουλήσει τον ζωολογικό κήπο και να μεταναστεύσει στον Καναδά. Η οικογένεια Patel επιβιβάζεται σε ένα εμπορικό πλοίο μαζί με κάποια ζώα που θα κατέληγαν σε άλλους ζωολογικούς κήπους στην απέναντι πλευρά του Ειρηνικού και εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος της ιστορίας.

Το δεύτερο μέρος της ιστορίας του Πι είναι ένας τελείως διαφορετικός αγώνας που ξεκινάει με ένα τραγικό δυστύχημα κάπου στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο Πι καλείται να επιβιώσει μέσα σε μία σωσίβια λέμβο με την τραγική συντροφιά μιας ζέβρας, ενός ουρακοτάγκου, μίας ύαινας και του Richard Parker, μίας τίγρης της Βεγγάλης! Η βία της φύσης, η ωμή υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων, η απόγνωση, η μάταιη ελπίδα και ο αγώνας ανάμεσα στην παράνοια και την επιβίωση συνθέτουν ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό στο δεύτερο και πιο ενδιαφέρον μισό της ιστορίας. Η απιθανότητα αυτής της ιστορίας είναι σίγουρα γοητευτική όσο και η έλλειψη περιττών εύκολων συναισθηματισμών στην αφήγηση της, που φαντάζομαι ότι κάποιοι αναγνώστες μπορεί και να περιμένουν καθώς προχωρούν στην ανάγνωση του βιβλίου.

Πιθανότατα επηρεασμένος από βιβλία που έχω διαβάσει πρόσφατα, αυτό που βρήκα λίγο ανιαρό στο βιβλίο αυτό είναι η λιτότητα στη γραφή του Martel. Επαναλαμβάνω ότι μου άρεσε το γεγονός ότι δεν παραθέτει την ιστορία με πολλούς-πολλούς μελοδραματισμούς, που όπως και να’χει δεν ταιριάζουν σε μία τόσο σκληρή ιστορία. Παρόλα αυτά, ίσως περίμενα μία πιο περίπλοκη σκιαγράφηση του ψυχισμού του ήρωα σε συνδυασμό με την εξιστόρηση των γεγονότων ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Γεγονός είναι πάντως ότι βρήκα την αφήγηση λίγο μονότονη και κουραστική σε ορισμένα σημεία αν και τώρα που το σκέφτομαι ίσως και να αντανακλά την μονότονη και κουραστική κατάσταση την οποία περιγράφει. Ποιος ξέρει;!

Μία από της πρώτες σκέψεις μου όταν τελείωσα το βιβλίο ήταν ότι θα ήταν αρκετά ενδιαφέρον αν προσπαθούσε κάποιος να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη… δεν έπεσα έξω!



Tuesday, August 30, 2011

Franz Kafka – Η Μεταμόρφωση (1915)

Ως γνωστό, όταν τελειώνεις ένα βιβλίο, πρέπει να διαβάσεις ένα άλλο μέχρι να βρεις τι θες να διαβάσεις μετά (;). Έτσι κι εγώ, με το που τελείωσα το ‘βιβλίο των διακοπών’, πήγα στη βιβλιοθήκη στο χωλ, η οποία παρεμπιπτόντως μου έβγαλε την πίστη μέχρι να την μοντάρω και να την ενισχύσω όπως πρέπει, για να μην ξανακαταρρεύσει και πληγωθεί ακόμα περισσότερο (γ@%$μένα ΙΚΕΑ)…αλλά πιάνουν τα χέρια μου πανάθεμά με…φτου να μην τα ματιάσω! Τι λέγαμε; Πάω λοιπόν βιβλιοθήκη προς αναζήτηση σύντομου μεταβατικού αναγνώσματος και πέφτει το μάτι μου πάνω στη Μεταμόρφωση του Kafka. Κοίταξα δεξιά κι αριστερά πάνω από τον ώμο μου, μη και με δει κανένας και μάθει πως δεν έχω διαβάσει ακόμα τη Μεταμόρφωση και ξεφτιλιστώ, και το τσίμπησα το βιβλιαράκι.

Αποτυχία. Γιατί αποτυχία; Γιατί γούσταρα και το διάβασα όλο την άλλη μέρα στην παραλία. Και δε χάζεψα κανένα κωλαράκι όπως προστάζουν τα ήθη και τα έθιμα, και έμεινα χωρίς μεταβατικό ανάγνωσμα μέσα σε μία μέρα.

Το ότι ο Kafka τα είχε τα θέματα του το είχα καταλάβει και από τη Δίκη και από τον Πύργο. Νομίζω όμως ότι η Μεταμόρφωση απεικονίζει πιο άμεσα τις ψυχολογικές και κοινωνικές φοβίες και τάσεις περιθωριοποίησης του συγγραφέα. Η Μεταμόρφωση είναι η ιστορία του Γρεγκόρ Σάμσα (αργότερα κύριου Κ;…ποιος ξέρει;), ενός σκληρά εργαζόμενου πωλητή που ζει σε ένα διαμέρισμα με τους ασθενικούς γέρους γονείς του και την ανήλικη αδελφή του, ο οποίος ξυπνάει ένα πρωί στο κρεβάτι του και συνειδητοποιεί ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο έντομο (γ@%$μένες κατσαρίδες, ακόμα και στα βιβλία μου επιτίθεστε). Κανένα περιθώριο, καμία εισαγωγή. Από τις πρώτες γραμμές ξεκινάει μία σουρεαλιστική ιστορία απόγνωσης, άγχους, προσπάθειας, απογοήτευσης, ρατσισμού, αλληγορίας και συμβολισμών, που όσο την διαβάζεις, τόσο απομακρύνεσαι από το ενδεχόμενο μίας συμβατικής τελικής κάθαρσης. Ο πρωταγωνιστής, παράλληλα με την προσπάθειά του να δεχτεί και να μάθει να χειρίζεται την καινούρια του φύση, προσπαθεί απεγνωσμένα να αντεπεξέλθει στην αποστροφή και τον αποκλεισμό που γίνονται έκδηλοι από την ίδια του την οικογένεια. Φυλακισμένος στο μικρό του δωμάτιο, προσπαθεί να δικαιολογήσει αυτήν την αποστροφή και απογοητεύεται και οργίζεται με τον εαυτό του και την κατάσταση του, που πλέον δεν του επιτρέπουν να εξακολουθεί να είναι ο στύλος της οικογένειας και η προσωποποίηση της ελπίδας μίας καλύτερης ζωής γι’αυτήν. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία λένε κάποιοι αφόρητα θετικοί τύποι, αλλά η ουσία είναι ότι κάποτε πεθαίνει.

Ωραίο ανάγνωσμα για την παραλία! Μου άρεσε πολύ που ο Kafka εστιάζει, κατά την άποψή μου, πιο πολύ στο κομμάτι του ψυχολογικού άγχους του ανθρώπου που η ‘δυσμορφία’ του τον καθιστά απόβλητο της κοινωνίας και της ίδιας του της οικογένειας, παρά στην παράνοια της μεταμόρφωσης από ανθρώπινο ον σε γ@%$μένη κατσαρίδα. Λέω πάλι μπούρδες; Πιθανό! Αν ήταν δικός μου αδερφός ο Γκρεγκόρ πάντως, θα τον είχα baygonιάσει από το πρώτο λεπτό. Γ@%$μένες κατσαρίδες…



Monday, August 29, 2011

Tom Robbins – Fierce Invalids Home From Hot Climates (2000)

Κάποτε είχα γράψει κάπου (ή είχα διαβάσει κάπου και μου άρεσε - οπότε κλέβω ξεδιάντροπα) ότι ένα χαμόγελο μπορεί να είναι πιο ‘δυνατό’ από ένα γέλιο ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ε λοιπόν ο Tom Robbins, με κάνει να πιστεύω ακόμα πιο πολύ σ’αυτό μου το ευφυολόγημα. Μετά τον Τρυποκάρυδο (τον οποίο διάβασα στα ελληνικά αλλά ευτυχώς κατάλαβα γρήγορα το λάθος μου) και το Skinny Legs And All, σειρά είχε το Fierce Invalids Home From Hot Climates ή Αγριεμένοι Ανάπηροι Επιστρέφουν Από Καυτά Κλίματα για όσους το προτιμούν έτσι. Δεν ξαναμπαίνω στη διαδικασία να λέω γιατί στα αγγλικά και όχι στα ελληνικά κλπ κλπ...όσοι συμφωνούν μαζί μου καταλαβαίνουν, όσοι πάλι διαφωνούν…ας διαφωνούν. Πάμε παρακάτω.

Το πρώτο συμπέρασμα που έβγαλα (ή μάλλον επαλήθευσα) μετά το πέρας της ανάγνωσης είναι ότι υπάρχουν μερικοί συγγραφείς που σε κάνουν να πιστεύεις ότι άμα τους αφήσεις να διηγηθούν και την πιο τετριμμένη ιστορία, σίγουρα αυτό που θα λάβεις είναι κάτι υπεράνω προσδοκιών. Όταν λοιπόν αυτό τους το χάρισμα το ξεδιπλώνουν πάνω σε ιστορίες που μόνο τετριμμένες δε μπορούν να χαρακτηριστούν τότε προκύπτουν εεε … τότε αυτό που κρατάει στα χέρια του ο αναγνώστης…μμμ …ας παρατήσω τους εξυπνακισμούς…τότε μιλάμε για τον Tom Robbins.

Σε αυτήν τη σουρεαλιστικά ρεαλιστική ιστορία, ο Switters, ίσως ο πιο cool άνθρωπος του κόσμου, ξεκινάει μία περιπέτεια ως πράκτορας της CIA σε αποστολή στο Περού και καταλήγει ‘σωματοφύλακας’ σε μία αντιπροσωπία ενός τάγματος καλογριών στο Βατικανό.

Ε και;

Δεν έχετε πειστεί ε; Αν γνωρίζατε ότι ο πρωταγωνιστής μας τα κάνει όλα αυτά σε αναπηρικό καροτσάκι (ενώ μπορεί να περπατήσει) τι θα λέγατε; Αν επίσης σας αποκαλυπτόταν ότι στα βάθη του Αμαζονίου υπάρχει ένας μάγος με κεφάλι σε σχήμα πυραμίδας, θα εξακολουθούσατε να είστε τόσο αδιάφοροι; Η ιδέα της αποπλάνησης μίας 16χρονής καθολικής ‘λιχουδιάς’ από το θετό της αδερφό, υπό το άγρυπνο βλέμμα της ελιτίστριας hacker γιαγιάς του δε σας ιντριγκάρει καθόλου; Ως εδώ με τις λεπτομέρειες…τα υπόλοιπα μόνοι σας.

Ο Tom Robbins (και) σ’αυτό το μυθιστόρημα επιστρατεύει την ευφυή του πένα, το μαγικό μελανοδοχείο του που είναι πάντα γεμάτο με humor και όμορφες λέξεις και καρικατουρίζει πάνω σε θεσμούς και ιδρύματα, ζωγραφίζει αστεία μουστάκια στα πολλά πρόσωπα του ψυχισμού του ανθρώπου, και γράφει στους τοίχους του μυαλού μας ένα μόνο σύνθημα:


People of zee wurl, relax!


Monday, July 11, 2011

Haruki Murakami – Σπούτνικ Αγαπημένη (1999)

Λοιπόν…με αφορμή το τελευταίο μου post στο blog το οποίο γράφτηκε με αφορμή ένα σχόλιο για το μέχρι τότε τελευταίο μου post στο blog το οποίο με τη σειρά του γράφτηκε πριν από τέσσερα χρόνια, έκατσα από περιέργεια και διάβασα τα παλιότερα posts μου για να δω τι σκατά είχα μέσα στο κεφάλι μου όταν τα έγραφα (my god…τι πρόταση!). Ανεξαρτήτως με το αν ο ‘τώρα’ εαυτός μου συμφωνεί με τον εκάστοτε ‘τότε’, το μόνο σίγουρο είναι ότι όλη αυτή η ιστορία έχει την πλάκα της. Κατά πάσα πιθανότητα, με εξαίρεση κάνα-δυο αργόσχολους πειραγμένους (τους οποίους τους ευχαριστώ θερμά που διαβάζουν αυτά που διαβάζουν εδώ μέσα) δεν μπαίνει και κανένας εδώ, οπότε εγκαταλείπω οριστικά την ελπίδα της δημιουργίας ενός ηλεκτρονικού παρεακίου που διαβάζει βιβλιαράκια και ρίχνει και καμία πρόταση, και συνεχίζω με την προσδοκία της τήρησης ενός προσωπικού λογοτεχνικού ημερολογίου (πσσσς!!!) που παρέχει και στον περαστικό επισκέπτη τη δυνατότητα να ρίξει και κανένα κράξιμο αν γουστάρει.

Κάπου είχα ακούσει για τον Murakami και για το ‘Σπούτνικ Αγαπημένη’ αλλά όταν μπήκα στην Πολιτεία πριν μερικούς μήνες για να αγοράσω κανένα καινούριο βιβλιαράκι, ούτε το όνομα του συγγραφέα θυμόμουν ούτε του βιβλίου. Προκειμένου λοιπόν να αποφύγω να εκθέσω την ενοχλητική μου ημιμάθεια σε κάποιον από τους λόγιους υπαλλήλους του εν λόγω βιβλιοπωλείου με ερωτήσεις του στυλ ‘ένας Γιαπωνέζος συγγραφέας μωρέ με κάτι με δορυφόρο μέσα…’ , έκατσα υπομονετικά, έψαξα ράφι-ράφι, βρήκα τον καλά κρυμμένο τομέα με τους Ιάπωνες συγγραφείς, τσίμπησα το βιβλίο και γλύτωσα τον εξευτελισμό (βαθύ κόμπλεξ λέμε).

‘Σπούτνικ Αγαπημένη’ αγαπητοί…Τρίτη βράδυ έπιασα το βιβλίο από το ράφι, Κυριακή απόγευμα το ξανάβαλα στη θέση του. Όχι πως είναι και κανένας τόμος 783 σελίδων, αλλά καταλαβαίνετε τώρα…τσούλησε πολύ εύκολα η ανάγνωση, πόσο μάλλον για τα δικά μου δεδομένα. Η Σουμίρε, μία νεαρή επίδοξη συγγραφέας, ο Κ (α ρε Κάφκα τι μας κάνεις), ο πραγματιστής φίλος της Σουμίρε από το κολλέγιο και αφηγητής της ιστορίας και η Μίου, μία late-thirties κομψή κοσμοπολίτισσα επιχειρηματίας είναι οι τρείς κεντρικοί ήρωες γύρω από τους οποίους πλέκεται μία ιστορία που ξεκινάει από μία δεξίωση στο Τόκιο και καταλήγει μέσα στο απόλυτο μυστήριο σε κάποιο ελληνικό νησί των Δωδεκανήσων. Το μυθιστόρημα αυτό όμως δεν είναι μία ιστορία μυστηρίου. Είναι μία εξαιρετική, κατά την άποψή μου, σκιαγράφηση της ερωτικής μοναξιάς. Ο ανέλπιδος έρωτας του Κ για τη Σουμίρε, ο απελπισμένος έρωτας της Σουμίρε για τη Μίου και η ‘παράλυση’ της ερωτικής φύσης της Μίου, αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία ο Murakami περιγράφει τον μοντέρνο μοναχικό άνθρωπο (ή έστω κάποιες πτυχές του).

Αυτό που μού άρεσε ιδιαίτερα στην περιγραφή του Murakami, είναι ότι καταφέρνει να σε βάλει στον ψυχισμό του ηρώα, χωρίς πολλές-πολλές ψυχολογικές φαμφάρες αλλά με λεπτομέρειες όπως η καθημερινότητα, οι συνήθειες και το ντύσιμο των χαρακτήρων. Αυτό κατά πάσα πιθανότητα κάπως θα λέγεται σε λογοτεχνικούς όρους, αλλά λίγη σημασία έχει. Κάτι που επίσης μάλλον θα έχει έναν περίεργο λογοτεχνικό όρο, και που μου έκανε εντύπωση σ’αυτό το μυθιστόρημα, είναι η αίσθηση που μου έδωσε η αφήγηση και πιο συγκεκριμένα το γεγονός ότι ενώ ένας χαρακτήρας είναι ξεκάθαρα ο αφηγητής, σε μερικές περιπτώσεις το ρόλο αυτό τον παίρνει ο συγγραφέας. Μπορεί να λέω και βλακείες βέβαια αλλά who cares?! Λοιπόν…την κάνω προς το παρών γιατί πρέπει να βγει και το μεροκάματο. Σας φιλώ και σας υπενθυμίζω τώρα που είναι καλοκαιράκι να μην ξεχνάτε μαζί με το βιβλίο σας, να παίρνετε και το αντηλιακό σας στην παραλία. Έλα γεια!

Wednesday, July 6, 2011

Douglas Adams – The Hitchhiker’s Guide To The Galaxy: A Trilogy Of Five (1979-1992)

…και εκεί που κάνω ένα τελευταίο check στο email μου πριν την πέσω στο κρεβατάκι μου παρέα με το βιβλίο μου, βλέπω ότι σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία ανάρτησή μου σ’αυτό το blog, κάποιος έχει αφήσει σχόλιο σε μία από τις βλακείες που έχω γράψει. Ευχαριστώ πολύ ανώνυμη φίλη, έγινες η αφορμή για να παραβλέψω για λίγο τη βαθιά άγνοιά μου περί λογοτεχνίας και να γράψω άλλο ένα ‘άρθρο-διαμάντι’ για το blog (που παρεμπιπτόντως ούτε τα μέλη του δεν επισκέπτονται πια).

Σε πρώτη φάση, όπως σίγουρα κανένας δεν παρατήρησε, στην επικεφαλίδα του άρθρου, έχω βάλει τον τίτλο στα αγγλικά. Ο λόγος που επέλεξα το ‘The Hitchhiker’s Guide To The Galaxy’ αντί για του ‘Γυρνώντας Το Γαλαξία Με Οτοστόπ’ είναι ότι τα πέντε αυτά βιβλία της εν λόγω σειράς τα διάβασα στα αγγλικά. Καθώς ρουφούσα τις σελίδες σαν καυτό τσάι, για να αποφύγω για όσο το δυνατόν περισσότερο τη βασανιστική επανατοποθέτηση του τελευταίου τόμου στα ράφια της βιβλιοθήκης μου (αυτής που έχω στο χολ), δεν ήταν λίγες οι φορές που μετάνιωσα που δεν ξεκίνησα να διαβάζω ‘στο πρωτότυπο’ συγγραφείς που γράφουν στα αγγλικά. Όσο καλή και να είναι μία μετάφραση, η αισθητική των λέξεων, των φράσεων και στην προκειμένη περίπτωση του humor του Douglas Adams απλά δε μεταφέρεται. Ε εντάξει…δεν έχω μεγαλώσει και στην Οξφόρδη…και άγνωστες λέξεις είχα και δεύτερα περάσματα έκανα σε προτάσεις, αλλά άποψη δεν αλλάζω. Αν ξέρετε αγγλικά μη σκεφτείτε καν να διαβάσετε αυτά τα βιβλία σε ελληνική ή οποιαδήποτε άλλη μετάφραση.

Μία ακόμα μικρή παρατήρηση που έχω να κάνω έχει να κάνει με την ομώνυμη ταινία που είναι απλά βασισμένη στο βιβλίο και σε καμία περίπτωση πιστή μεταφορά (όπως πάντα βέβαια). Προσωπικά, έχοντας διαβάσει τα βιβλία πριν τη δω, τη βρήκα αρκετά ευχάριστη και ίσως μία καλή αφορμή για κάποιον που δεν έχει διαβάσει το Guide, να το κάνει. Όπως και να έχει όμως τα βιβλία είναι πολύ πολύ πολύ πολύ παραπάνω και σχολιάκια τύπου ‘έλα μωρέ, εντάξει, είδα το ταινιάκι… πού να διαβάζεις τώρα και το βιβλίο’ είναι απλά άστοχα.

Ώρα να πούμε και ένα-δυο πραγματάκια επί του θέματος. Πρώτα απ’όλα, η γοητεία του βιβλίου ξεκινάει από τον τίτλο του ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο από τον τίτλο ενός άλλου βιβλίου! Πιο συγκεκριμένα, το βιβλίο αυτό είναι ένας οδηγός για όσους επιθυμούν να γυρίσουν το Γαλαξία με οτοστόπ. Δε γράφω περισσότερες λεπτομέρειες επί αυτού…θα τις ανακαλύψετε μόνοι σας. Η πλοκή της ιστορίας ξεκινάει με τον Arthur Dent, έναν νεαρό, κάπως μοναχικό κάτοικο του Islington, ο οποίος βρίσκει τον εαυτό του περικυκλωμένο από μπουλντόζες που προσπαθούν να κατεδαφίσουν το σπίτι του προκειμένου να περάσει από εκεί μια καινούρια λεωφόρος εξπρές. Μέσα σε αυτήν την παράνοια και τον πανικό, ο Arthur πληροφορείται από τον αλλόκοτο φίλο του Ford Prefect ότι πρέπει επειγόντως να εγκαταλείψουν τη Γη διότι από στιγμή σε στιγμή θα ‘κατεδαφιζόταν’ προκειμένου να περάσει από εκεί μια διαγαλαξιακή λεωφόρος εξπρές. Με ένα διαγαλαξιακό οτοστόπ από το Islington της Μεγάλης Βρετανίας, ξεκινάει μία διαστημική περιπέτεια που το πανέξυπνο, ευρηματικότατο και σουρεαλιστικό humor του αδικοχαμένου Douglas Adams την κάνει ένα από τα πιο όμορφα πράγματα που έχω βιώσει ποτέ μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου. Θα μπορούσα πολύ εύκολα να συνεχίσω να φλυαρώ για τους χαρακτήρες, τις καταστάσεις, τις καταχωρήσεις του οδηγού κλπ κλπ, αλλά δεν έχει κανένα απολύτως νόημα πρώτον γιατί είναι άπειρα και βαριέμαι και τα έχουν γράψει και πολλοί άλλοι πολύ καλύτερα από εμένα, και δεύτερον γιατί μερικά πράγματα απλά όταν προσπαθείς να τα μεταφέρεις, το μόνο που καταφέρνεις είναι να τα εκχυδαΐσεις. Αν δεν το έχετε ήδη κάνει, διαβάστε (οπωσδήποτε στα αγγλικά) τα βιβλία του ανεπανάληπτου κυρίου Adams, αλλά σε καμία περίπτωση χωρίς την πετσέτα σας :)

Ραντεβού σε τέσσερα χρόνια!


Τα βιβλία της σειράς ‘The Hitchhiker’s Guide To The Galaxy’ είναι:

•The Hitchhiker's Guide to the Galaxy (1979)
•The Restaurant at the End of the Universe (1980)
•Life, the Universe and Everything (1982)
•So Long, and Thanks for All the Fish (1984)
•Mostly Harmless (1992)