Haruki Murakami – Σπούτνικ Αγαπημένη (1999)
Κάπου είχα ακούσει για τον Murakami και για το ‘Σπούτνικ Αγαπημένη’ αλλά όταν μπήκα στην Πολιτεία πριν μερικούς μήνες για να αγοράσω κανένα καινούριο βιβλιαράκι, ούτε το όνομα του συγγραφέα θυμόμουν ούτε του βιβλίου. Προκειμένου λοιπόν να αποφύγω να εκθέσω την ενοχλητική μου ημιμάθεια σε κάποιον από τους λόγιους υπαλλήλους του εν λόγω βιβλιοπωλείου με ερωτήσεις του στυλ ‘ένας Γιαπωνέζος συγγραφέας μωρέ με κάτι με δορυφόρο μέσα…’ , έκατσα υπομονετικά, έψαξα ράφι-ράφι, βρήκα τον καλά κρυμμένο τομέα με τους Ιάπωνες συγγραφείς, τσίμπησα το βιβλίο και γλύτωσα τον εξευτελισμό (βαθύ κόμπλεξ λέμε).
‘Σπούτνικ Αγαπημένη’ αγαπητοί…Τρίτη βράδυ έπιασα το βιβλίο από το ράφι, Κυριακή απόγευμα το ξανάβαλα στη θέση του. Όχι πως είναι και κανένας τόμος 783 σελίδων, αλλά καταλαβαίνετε τώρα…τσούλησε πολύ εύκολα η ανάγνωση, πόσο μάλλον για τα δικά μου δεδομένα. Η Σουμίρε, μία νεαρή επίδοξη συγγραφέας, ο Κ (α ρε Κάφκα τι μας κάνεις), ο πραγματιστής φίλος της Σουμίρε από το κολλέγιο και αφηγητής της ιστορίας και η Μίου, μία late-thirties κομψή κοσμοπολίτισσα επιχειρηματίας είναι οι τρείς κεντρικοί ήρωες γύρω από τους οποίους πλέκεται μία ιστορία που ξεκινάει από μία δεξίωση στο Τόκιο και καταλήγει μέσα στο απόλυτο μυστήριο σε κάποιο ελληνικό νησί των Δωδεκανήσων. Το μυθιστόρημα αυτό όμως δεν είναι μία ιστορία μυστηρίου. Είναι μία εξαιρετική, κατά την άποψή μου, σκιαγράφηση της ερωτικής μοναξιάς. Ο ανέλπιδος έρωτας του Κ για τη Σουμίρε, ο απελπισμένος έρωτας της Σουμίρε για τη Μίου και η ‘παράλυση’ της ερωτικής φύσης της Μίου, αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία ο Murakami περιγράφει τον μοντέρνο μοναχικό άνθρωπο (ή έστω κάποιες πτυχές του).
Αυτό που μού άρεσε ιδιαίτερα στην περιγραφή του Murakami, είναι ότι καταφέρνει να σε βάλει στον ψυχισμό του ηρώα, χωρίς πολλές-πολλές ψυχολογικές φαμφάρες αλλά με λεπτομέρειες όπως η καθημερινότητα, οι συνήθειες και το ντύσιμο των χαρακτήρων. Αυτό κατά πάσα πιθανότητα κάπως θα λέγεται σε λογοτεχνικούς όρους, αλλά λίγη σημασία έχει. Κάτι που επίσης μάλλον θα έχει έναν περίεργο λογοτεχνικό όρο, και που μου έκανε εντύπωση σ’αυτό το μυθιστόρημα, είναι η αίσθηση που μου έδωσε η αφήγηση και πιο συγκεκριμένα το γεγονός ότι ενώ ένας χαρακτήρας είναι ξεκάθαρα ο αφηγητής, σε μερικές περιπτώσεις το ρόλο αυτό τον παίρνει ο συγγραφέας. Μπορεί να λέω και βλακείες βέβαια αλλά who cares?! Λοιπόν…την κάνω προς το παρών γιατί πρέπει να βγει και το μεροκάματο. Σας φιλώ και σας υπενθυμίζω τώρα που είναι καλοκαιράκι να μην ξεχνάτε μαζί με το βιβλίο σας, να παίρνετε και το αντηλιακό σας στην παραλία. Έλα γεια!