Junkie - William S. Burroughs (1953)
Το πρώτο βιβλίο αυτού του τεράστιου τύπου που λεγόταν Μπάροουζ και το πρώτο ολόκληρης της σχολής των μπίτνικς που άλλαξε για πάντα την αμερικανική και παγκόσμια λογοτεχνία. Στιε περίπου τρακόσιες σελίδες του βιβλίου ο Μπάροουζ δεν κάνει τίποτα άλλο από το να περιγράφει τον καθημερινό του αγώνα προκειμένου να βρει πρέζα. Τελειωμένα πρεζάκια, ψευτοδιανοούμενοι μποέμ τύποι, μπάτσοι, ντιλέρια, ρουφιάνοι, ενέσεις, σνιφαρίσματα, χόρτα, Νέα Υόρκη, Νέα Ορλεάνη, Πόλη του Μεξικού, τριπαρίσματα. Είναι όλα μέσα, όλος ο κόσμος των ναρκωτικών περνάει. Ούτε επιστημονικό εγχειρίδιο. Μάλλον πολύ πληρέστερο και αντικειμενικότερο.
Το Junkie βέβαια δεν είναι μια απλή παράθεση καταστάσεων αλλά ένα πρωτοποριακό μυθιστόρημα ακόμα και για σήμερα πενήντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση. Η αφήγηση είναι αποστασιοποιημένη από το χωρικό και χρονικό περιβάλλον, δεν υπάρχει καμία δόση υπερβολής (σε αντίθεση με ναρκωτικών), ούτε ωραιοποίηση, ούτε δραματοποίηση. Απλώς σου λέει έτσι είναι η κατάσταση όταν είναι κανείς πρεζάκιας. Και αν κάποιος είναι πρεζάκιας τότε ακόμα και να την κόψει παραμένει για πάντα πρεζάκιας. Ναρκωτικά κατατονικά, ναρκωτικά διεύρυνσης της συνείδησης, ναρκωτικά, ναρκωτικά, ναρκωτικά.
Έξω από κάθε φόρμα, από κάθε κοινωνική προκατάληψη, λατρεία για το περιθώριο, όχι by default, αλλά γιατί πολύ απλά, το περιθώριο αγαπάει τον εαυτό του, όπως κάθε τι άλλωστε.
Το Junkie βέβαια δεν είναι μια απλή παράθεση καταστάσεων αλλά ένα πρωτοποριακό μυθιστόρημα ακόμα και για σήμερα πενήντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση. Η αφήγηση είναι αποστασιοποιημένη από το χωρικό και χρονικό περιβάλλον, δεν υπάρχει καμία δόση υπερβολής (σε αντίθεση με ναρκωτικών), ούτε ωραιοποίηση, ούτε δραματοποίηση. Απλώς σου λέει έτσι είναι η κατάσταση όταν είναι κανείς πρεζάκιας. Και αν κάποιος είναι πρεζάκιας τότε ακόμα και να την κόψει παραμένει για πάντα πρεζάκιας. Ναρκωτικά κατατονικά, ναρκωτικά διεύρυνσης της συνείδησης, ναρκωτικά, ναρκωτικά, ναρκωτικά.
Έξω από κάθε φόρμα, από κάθε κοινωνική προκατάληψη, λατρεία για το περιθώριο, όχι by default, αλλά γιατί πολύ απλά, το περιθώριο αγαπάει τον εαυτό του, όπως κάθε τι άλλωστε.